Αἰνειάδας

Αἰνειάδας
Αἰνειάδες
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ακοίτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναύκληρος του τυρρηνικού πλοίου, που οι ναύτες του επιχείρησαν να απαγάγουν τον Διόνυσο, ενώ ταξίδευε προς τη Νάξο. Ο Α. αντιτάχθηκε στην πράξη αυτή και ο Διόνυσος τον πήρε κατόπιν στην ακολουθία του. Ο Πενθέας,… …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

  • Αμπάτε, Νικολό ντελ’ — (Niccolo dell’ Abbate, Μοντένα 1509; – Φοντενεμπλό 1571). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε στον κύκλο του Ντόσο Ντόσι και του Παρμιτζανίνο. Προικισμένος με έμφυτη και λεπτή ευαισθησία για το τοπίο, στις αρχές της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Άρπυιες — Μυθολογική ονομασία κακοποιών πλασμάτων που ήταν μισά γυναίκες και μισά αρπακτικά όρνια με νύχια και φτερά (το όνομα προέρχεται από το ρήμα αρπάζω). Σύμφωνα με την κλασική μυθολογία, οι Ά. μετέφεραν τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Βάβιος — (1ος αι. π.Χ.). Λατίνος ποιητής της εποχής του Αυγούστου, που θεωρείται μέτριος σύμφωνα με τον Βιργίλιο. Πάντως, ο Β. ήταν σφοδρός επικριτής του Βιργιλίου και της Αινειάδας του …   Dictionary of Greek

  • Βάριος Ρούφος — (Varius Rufus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Φίλος του Βιργιλίου και του Οράτιου, συγγραφέας μιας τραγωδίας σχετικά με τον μύθο του Θυέστη και ενός έπους για τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα και τους πολέμους του Αυγούστου. Τα έργα αυτά δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”